υποκόμις

υποκόμις
-ιτος, ο, Ν
(λόγιος τ.) βλ. υποκόμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποκόμης — και λόγιος τ. υποκόμις, ιτος, ο, θηλ. υποκόμησσα και υποκόμισσα, Ν ευρωπαϊκός τίτλος ευγενείας, ο αμέσως κατώτερος από τον τίτλο τού κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κόμης / κόμις. Ο τ. ὑποκόμης μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”